- ακολύμπητος
- -η, -οαυτός που δεν κολύμπησε ή δεν κολυμπά: Ήταν ο μόνος από τη συντροφιά που έμεινε ακολύμπητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακολύμπητος — η, ο [κολυμπώ] 1. αυτός που δεν έχει κολυμπήσει, ή που δεν τόν βούτηξαν στο νερό 2. ο αβάφτιστος … Dictionary of Greek